Δανιηλ Αβακιαν

Εγώ και τα παιδιά που μου έδωσες

×
×
Συγγραφεας Βιβλιο Φωτογραφιες Επικοινωνία 1. Ο ξενιτεμος 2. Η εφηβεια 3. Η συζευξη 4. Οι ξηροι καρποι 5. Ο κυκλος 6. Οι συγκρουσεις 7. Η μητερα 8. Ενα κατάστημα για ολους 9. Ο αδυσωπητος χρονος 10. Η εξασθενιση της υγειας 11. Ο αποχωρισμος 12. Το πριν και το μετα

Περίληψη

Το παρών βιβλίο αφορά την αληθινή ιστορία της ζωής του πατέρα μου, Δανιήλ Αβακιάν, και η οποία εξελίσσετε στην μικρή πόλη της Κατερίνης στα τέλη του ‘40. Ως ο τελευταίος γιος του Πέτρου Αβακιάν και της Σοφίας Ντουκμετσιάν, ο Δανιήλ αφιέρωσε το σύνολο της ζωής του στην αναστήλωση φυσικών αλλά και πνευματικών χαλασμάτων. Οι προσπάθειες του αφορούσαν την μεταγενέστερη εποχή και τη εγκατάσταση της οικογένειας του στην Ελλάδα εξαιτίας της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Οι γονείς του διωχτήκαν βάναυσα αφήνοντας όλα τα υπάρχοντα τους στην Τουρκία. Με αφηγηματικό τρόπο το βιβλίο παρουσιάζει την εξέλιξη της ζωής ενός ανθρώπου που δεν φοβήθηκε να κοιτάξει την Άβυσσο κατάματα. Η αφηγηματική ανασκόπηση της ζωής του παρουσιάζεται με ύφος γλαφυρό. Στόχο έχει να αναδείξει τις ευαίσθητες ατομικές διαδικασίες που αφορούν την ατομική συνείδηση και αφορούν το πέρασμα του ανθρώπου να συντάξει μία αφήγηση μέσα από το φωτεινό μεσοδιάστημα της ζωής. Το μήνυμα του συγγραφέα είναι πως η ανθρώπινη ανάγκη για δημιουργία και όταν πηγάζει από την υπαρξιακή λεβεντιά δεν εθελοτυφλεί μπροστά στους περιορισμούς της ζωής αλλά αντρειώνεται. Η ζωή του Δανιήλ ήταν, είναι και θα είναι παράδειγμα πως η ανθρώπινη αρετή περιέχει μία αυτόνομη και ανεξήγητη δύναμη. Εκδηλώνεται με την εσωτερική καλλιέργεια του εαυτού και την επιθυμία να αντικρίσει τους περιορισμούς των καταστάσεων και να εργαστεί με θάρρος και αγάπη μέσα από αυτές.

1. Ο ξενιτεμός

Στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του η οικονομική ανάπτυξη γινόταν το μεγαλύτερο επίτευγμα που δημιουργούσε ένα συναίσθημα ασφάλειας. Όμως, μυστικά τον επισκεπτόταν τις ώρες που ένοιωθε μόνος. Αυτές ήταν οι ώρες που έκαναν τα ενδότερα στρώματα της ψυχής του να κλονίζονται. Σαν να ήθελε να σκαλίσει και πάλι εκείνες τις πληγές των υλικών περιορισμών. Κάποιες φορές γινόταν ανήσυχος, αναστέναζε, μας έκανε παρατηρήσεις και εμείς μέναμε έκπληκτοι. Από ένα χρονικό σημείο και μετά ο παππούς Πέτρος δεν αντικατόπτριζε τον «προστάτη» αλλά τον «προστατευόμενο». Η ανάγκη για την προσωρινή ανακούφιση των άλλων παρέμεινε μια σιωπηλή διαδικασία αναγέννησης.

Συνάμα ενείχε τη δική του ανάγκη για προσωπική αναγνώριση. Η προσπάθεια της προσπέλασης της καλοπέρασης δεν ήταν πηγαία ανάγκη μόνο για την οικογένεια αλλά και για τον ίδιο. Ήταν το έντονο αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε. Ήθελε να φτάσει πιο ψηλά από εκεί που μπορούσε. Σε αυτό το δυναμικό πρόσταγμα για πιο «μπροστά» ήθελε να ενώσει και τους άλλους μαζί του.

2. Η εφηβεία

Ο πατέρας μεγάλωσε σε περιβάλλον που οι φυσικές απολαβές ήταν περιορισμένες. Η έκφραση των βαθύτερων σκέψεων δεν γινόταν με πολλή ανάλυση και εξηγήσεις. Ακόμα κι αν δεν την εξέφραζαν με λόγια, όλοι ήξεραν την κατάσταση στην οποία ζούσαν. Από μικρός αφουγκραζόταν την προσωπική αγωνία των άλλων. Είχε αποκτήσει την οξυδερκή ευαισθησία να υποστηρίζει οποιαδήποτε προσπάθεια από όποιον κι όπου γινόταν. Όταν διέβλεπε άμεση ανάγκη για βελτίωση, ένας ανεξήγητος αυθορμητισμός έβγαινε από μέσα του. Η προθυμία του ήταν χαρακτηριστική, αξιοπρόσεκτη, παροιμιώδης. Πολλοί αναρωτιόντουσαν για την εξέλιξή του σαν παιδί. Αφιέρωνε προσωπικό χρόνο στο να δημιουργεί συνειρμούς για το βάρος που κουβαλούσε ο καθένας ξεχωριστά.

Βαθιά μέσα της η γιαγιά Σοφία ήξερε πως πολύ πριν την ώρα του ο γιος της άρχισε να έχει έγνοιες που δεν του αναλογούσαν. Η ανάγκη της καθημερινής επιβίωσης δεν της άφηνε περιθώρια. Πώς θα μπορούσε να μεγαλώσει τον γιο της διαφορετικά άραγε; Τα παιχνίδια της εποχής ήταν περιορισμένα. Τα κατασκεύαζαν μόνοι τους χωρίς να περιμένουν μελλούμενα δώρα. Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ήταν ιδιαίτερες εορτές. Μπορούσαν να ψάλλουν τα κάλαντα ή να πάρουν από τους συγγενείς ένα μεγαλύτερο χαρτζιλίκι. Αυτό ήταν όλο! Τα μέσα μετακίνησης ήταν περιορισμένα. Σπάνια κάποιο αυτοκίνητο θα ερχόταν στην πόλη. Όλα τα παιδιά μαζεύονταν να το κοιτάξουν και να το περιεργαστούν. Θέλανε να καταλάβουν πώς στέκεται σε τέσσερις ρόδες και πώς κινείται. Ρωτούσαν αν ήταν δυνατόν να τους σηκώσει όλους για μια γρήγορη βόλτα. Με αγωνία περίμεναν να βγάλουν τα χέρια έξω από τα παράθυρα και να φωνάξουν τους περαστικούς ώστε να αποσπάσουν το περίεργο βλέμμα τους.

Συνάμα ενείχε τη δική του ανάγκη για προσωπική αναγνώριση. Η προσπάθεια της προσπέλασης της καλοπέρασης δεν ήταν πηγαία ανάγκη μόνο για την οικογένεια αλλά και για τον ίδιο. Ήταν το έντονο αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε. Ήθελε να φτάσει πιο ψηλά από εκεί που μπορούσε. Σε αυτό το δυναμικό πρόσταγμα για πιο «μπροστά» ήθελε να ενώσει και τους άλλους μαζί του.

3. Η σύζευξη

Η συνένωση των γονιών δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η μητέρα μόλις πρόσφατα είχε γνωρίσει και πιστέψει στον Θεό. Δεν υπήρχε εκείνη η πρότερη εμπειρία για το τι ο καινούργιος δρόμος θα παρουσίαζε μπροστά της. Αυτό που ήξερε ήταν πως η κατανόηση της Βίβλου της επέτρεπε, λίγο περισσότερο, να καταλάβει το πραγματικό νόημα της ζωής. Μπορούσε να δει τον εαυτό της με άλλο μάτι και με τρόπο τέτοιο ώστε να μην φοβάται πια το άγνωστο. Σε αντίθεση με τη μητέρα, ο πατέρας προερχόταν από μια οικογένεια που είχε ήδη αφομοιώσει αξίες, συνήθειες, αρχές και οι οποίες είχαν στερεωθεί ακόμα και από τους γονείς των παππούδων του. Στη νεανική συνείδησή του η σχέση του με τον Θεό ήταν μόνιμο αντικείμενο γαλούχησης. Αυτά τα πρότυπα είχαν εδράσει μέσα του σαν βαριές σιδερένιες άγκυρες. Ο Θεός δεν ήταν ποτέ μία ουδέτερη, γενικευμένη, απροσδιόριστη έννοια. Ήταν μία πραγματικότητα στην οποία ήδη ζούσε και θα υπήρχε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Οι γονείς δεν είχαν τον χρόνο να κάνουν αυτή την τολμηρή και πρώιμη γνωριμία. Τα στερεότυπα της εποχής δεν τους άφησαν περιθώρια να ζυγίσουν τις προσωπικότητές τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η έλλειψη βαθιάς γνωριμίας γινόταν «ευκαιρία» αλλά και συνάμα προσωπικό «εμπόδιο». Ήταν «ευκαιρία» γιατί επέτρεπε και στους δύο να μπουν σε μια σχέση που δεν περιείχε προηγούμενες προσωπικές εμπειρίες. Ήταν «εμπόδιο» γιατί σε έναν εκτενέστερο βαθμό δεν είχαν την ευκαιρία να κατανοήσουν την προσωπικότητα και την διαφορές του άλλου ώστε να προετοιμαστούν κατάλληλα για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που θα έρχονταν. Ο γάμος δεν αφορούσε μόνο τους ίδιους αλλά και την επιρροή των άλλων μελών. Όμως, η εμπιστοσύνη στην αλληλοεκτίμηση, στην αγάπη και τον σεβασμό έθετε γερά θεμέλια. Σε αυτά θα μπορούσαν να στηριχθούν για τα πρώτα τους βήματα.

4. Οι ξηροί καρποί

Ξεκίνησε σαν όνειρο, σαν μακρινή ιδέα, σαν τολμηρή ακροβατική φιγούρα. Τώρα εξελισσόταν σε πολυσήμαντη πραγματικότητα που έπαιρνε σάρκα και οστά. Η υλοποίηση του εργαστηρίου μετουσίωνε τα όνειρα σε ένα ενιαίο φυσικό αποτέλεσμα. Όταν κοντοστεκόσουν και το αντίκριζες, από έξω, έβλεπες μόνο τοίχους. Όμως μέσα βρισκόταν το μεδούλι από τα πάτρια εδάφη. Για πολλά χρόνια φαινόταν σαν μια σουρεαλιστική ιδέα η οποία ίσως να ήταν μόνο εφικτή για εκείνους που είχαν ήδη τις οικονομικές ανέσεις. Ίσως ποτέ το όραμα δεν θα μπορούσε να γίνει εφικτό για τους ίδιους. Όμως δεν υπήρχαν πολλές εναλλακτικές. Δεν υπήρχε καιρός για ξεκούραση. Η επίπονη προσπάθεια ήταν αναγκαία προϋπόθεση για τη γέννηση και την εξέλιξη της επιχείρησης. Η πραγμάτωση του ονείρου απαιτούσε πολύ αίμα, ιδρώτα, ξενύχτι και άγχος. Δεν ήταν απλά η φυσική μετεξέλιξη από ένα «μαγαζάκι» σε «εργαστήριο». Ήταν η αίσθηση της προσωπικής ολοκλήρωσης. Δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά μία διαδικασία σε εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, ο πατέρας την εκλάμβανε ως την λαμπυρίζουσα ντροπαλή ηλιαχτίδα που μπορούσε να ζεστάνει όλη τη γη.

Για μένα το αξιοσημείωτο σημείο στάθηκε πάντα η αρετή του να συμμετάσχει στη συνεχή συγχώνευση του εαυτού του με την επιχείρηση. Παράλληλα να δημιουργεί την αναγκαία αποστα-σιοποίηση έτσι ώστε η εκπλήρωση του ιδανικού να παραμένει μια «προσωρινή δημιουργία». Πάντα με γέμιζε δέος η δυνατότητά του ώστε να μπορεί να αφομοιώνεται αλλά συνάμα να παραμένει σε απόσταση. Μέσα από αυτή τη βαθιά προσωπική διαδικασία καλλιέργειας ο στόχος του ήταν να δημιουργήσει μια ανώτερη ηθική στάση που αφορούσε τη μεταμόρφωση του ίδιου του του εαυτού. Η χρόνια πάλη με την επιχείρηση δημιούργησε μια ταυτόσημη σχέση αλληλεξάρτησης. Η επιχείρηση ήταν προέκταση της οικογένειας. Η οικογένεια ήταν προέκταση της επιχείρησης. Αυτή η ανασυγκρότηση της κυριαρχίας ως κάτι σημαντικό αλλά και συνάμα παροδικό στάθηκε το αληθινό βίωμα που πάντα με ξεπερνούσε.

5. Ο κύκλος

Σκεφτόταν την ημέρα που θα μπορούσε να βοηθήσει τα παιδιά του να ξεφύγουν από αυτόν τον φαύλο κύκλο! Δηλαδή, να μην έχουν τις ίδιες πληγές αλλά να κοιτάζουν τη ζωή κατάματα και χωρίς φόβο. Αυτή ήταν η ζωντανή πηγή της ελπίδας του. Με αυτόν τον σκοπό έμενε να δουλέψει στο μαγαζί χωρίς να υπολογίζει την κούραση. Μπροστά στα παιδιά του μιλούσε στους πελάτες με σιγανή φωνή. Κάποιες φορές ψιθύριζε πόσο δύσκολα είχε περάσει χωρίς να ακούσουν. Σε κοντινούς του φίλους εκμυστηρευόταν πως δούλευε για «αυτούς», και τότε ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του. Συχνά έλεγε: «Να μην φτάσουν στο σημείο να αναπολήσουν αυτά που δεν είχα». Έτσι ξαλάφρωνε.

Στη φωτογραφία εμφανίζεται με μία ιδιαίτερη ικανοποίηση γιατί δεν πρόδωσε τα ιδανικά. Υπάρχει μία γαλήνη στη ματιά των γονέων γνωρίζοντας πως ήταν στα μέσα του δρόμου και η οικογένεια μεγάλωνε με ευθύνες αλλά και με χαρούμενες προσδοκίες. Ποτέ το νόημα και η χαρά της ζωής δεν φάνηκε τόσο πραγματική και αληθινή όσο η στιγμή που ο πατέρας περιστοιχισμένος από τα παιδιά του τα έπαιρνε και τα πετούσε ψηλά στον ουρανό.

6. Οι συγκρούσεις

Τα χρόνια πέρασαν και οι έγνοιες μεγάλωσαν. Η οικογένεια αποκτούσε περισσότερες υποχρεώσεις και η ανάγκη για εργασία γινόταν όλο και περισσότερο επιτακτική. Τώρα θα έπρεπε να αφιερώνει στο κατάστημα κάθε λεπτό από τον χρόνο του. Τώρα, καταλάβαινε πως υπάρχει χρόνος για εργασία αλλά πρέπει να υπάρχει χρόνος για τον εαυτό του. Το Σάββατο γινόταν η ημέρα που ξαναέβρισκε τον εαυτό του. Αν δεν είχε κρατήσει αυτή τη ζωντανή σχέση με τον εσωτερικό του κόσμο ίσως να μην μπορούσε να δει τη ζωή με το ίδιο θάρρος. Θα του έπαιρνε χρόνια να καταλάβει πως, όπως και το σώμα του έτσι το πνεύμα του, είχε την ίδια ανάγκη για ξεκούραση. Συχνά έλεγε «Το χρήμα είναι γλυκό!». Με αυτό εννοούσε πως τα χρήματα προσφέρουν στον άνθρωπο την αίσθηση της δύναμης και της εξουσίας. Ίσως να υπήρχαν στιγμές στη ζωή του που πραγματικά να τα είχε ανάγκη. Ήξερε πως η μητέρα του για να πάρει ένα ποδήλατο ανα-γκάστηκε να μεγαλώσει το γουρουνάκι. Μια λεπτή γραμμή φαινόταν να χώριζε τα χρήματα από την ευτυχία.

Όμως στο πρόσωπο του δικού του πατέρα έβλεπε ένα γέρικο σκήνωμα. Στο δέρμα του οι πολλαπλές ζάρες ξεχώριζαν σαν φουσκωμένες γέφυρες. Σαν τα μόνιμα αυλάκια, που η κίνηση του νερού δημιουργεί στη φύση, έτσι και το γέρικο πρόσωπο αντικατόπτριζε ένα μεγάλο βουνό με απότομες χαρακιές. Τα σημάδια της προσφυγιάς ήταν ακόμα έντονα, αποτυπωμένα στο ύφος του. Σαν να είχαν κάνει σιδηροδρομικές ράγες επάνω του, οι κακουχίες θύμιζαν τη διαδρομή που είχε περπατήσει για να φτάσει στο πλοίο της γραμμής και να φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Ίσως με τη συντηρητική του στάση και χωρίς να μπορεί να δώσει πολλές εξηγήσεις, ο παππούς Πέτρος ήθελε να περάσει το δικό του μήνυμα. Δεν ήξερε πως θα εξελισσόταν η ζωή για αυτούς που θα άφηνε πίσω του. Αυτή ήταν η κληρονομιά του. Ήθελε ο γιος του να ξέρει πως στη ζωή του, σε μία φευγαλέα και αναπάντεχη στιγμή, τα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν όπως έγινε και στη δική του ζωή. Ό,τι και να γινόταν με τον φυσικό πλούτο αυτός δεν θα έπρεπε, με τίποτα, να χάσει τον εσωτερικό εαυτό του.

7. Η μητέρα

Ο πατέρας δεν θα μπορούσε να πετύχει προσωπικούς και επαγγελματικούς στόχους αν δεν είχε δίπλα του έναν οδηγό να τον στηρίζει, να του δίνει κουράγιο, να ανανεώνει καθημερινά τις δυνάμεις του. Στη σκέψη του ένοιωθε πως, όπως με τους ξηρούς καρπούς, κάθε βήμα που έπρεπε να κάνει χρειαζόταν να είναι ζυγισμένο στην «πλάστιγγα». Ως εσωστρεφής χαρακτήρας, και πριν πάρει κάποια μεγάλη απόφαση, ήθελε να τα έχει καλά με τον εσωτερικό του κόσμο. Αυτή η συνήθεια τον βοηθούσε να αποφεύγει λάθη αλλά συνάμα καθυστερούσε χρονικά τις αποφάσεις του. Το οικογενειακό κλίμα του παππού και τις γιαγιάς τού είχε εμφυσήσει την ιδέα της ανάγκης αλλά και της σταθερότητας στη ζωή. Έτσι, μετρούσε τις αποφάσεις του με την αδιάτρητη μέριμνα της λογικής! Η μητέρα έπαιζε τον κρυφό, αλλά συνάμα, εξουθενωτικό ρόλο της συναισθηματικής και επικοινωνιακής ενδυνάμωσης της οικογένειας. Τις ιδέες που ντρεπόταν να εκφράσει ο πατέρας τις εξέφραζε εκείνη. Από τη φύση της διαισθανόταν τις προσωπικές αδυναμίες του ακόμα και αν δεν τις συζητούσε ανοιχτά. Γνώριζε πως οι άνδρες από τη φύση τους είναι «περήφανα όντα». Ιδιαίτερα εκείνοι που είχαν παλέψει στο παρελθόν με πολλά κύματα. Αφουγκραζόταν την ψυχοδυναμική διάσταση του Δανιήλ και προσέφερε τον δικό της εαυτό ως αντίβαρο στον δισταγμό του. Οι ιδέες της συμπλήρωναν τα δικά του κενά έτσι ώστε να δημιουργηθεί ισορροπία. Ένοιωθε τον δισταγμό του και έκαμνε προτάσεις έτσι ώστε να τον ενθαρρύνει. Ακόμα κι αν δεν το ομολογούσε δημόσια ο πατέρας ήξερε πως η βοήθειά της ήταν πολύ πολύτιμη. Πολλές φορές δεν εξέφραζε τα συναισθήματά του αυθόρμητα και αυτή η συνήθεια παρεξηγούταν.

Η μητέρα ήταν ανήσυχος χαρακτήρας, εξωστρεφής, αναζητούσε την επικοινωνία, ήθελε την επιβεβαίωση, δεν μπορούσε να καθησυχάσει μόνο με σκέψεις και την εσωστρέφεια. Η έκφραση αντιπροσώπευε την αγωνία της. Η επικοινωνία ήταν βάλσαμο στην καρδιά της. Σαν μάνα ήθελε ανοιχτά και ελεύθερα να συμμερίζεται τις πτυχές «όλων» των καταστάσεων. Ήθελε να εκφραστεί ανοιχτά και με την ίδια βεβαιότητα που ένοιωθε όταν ο πατέρας της Χατζήκ την κοιτούσε στα μάτια.

8. Ένα κατάστημα για όλους

Μετρούσε τις λιγοστές δραχμές που είχε μαζέψει όλη την εβδομάδα. Στη διάρκεια της βασιλείας του Παύλου Α΄, ακόμα και τα κέρματα, με τη μεγάλη τρύπα στη μέση, είχαν την αξία τους. Θυμόταν το ρίγος που ένοιωθε στον αυχένα του όταν έβαζε το χέρι και προσπαθούσε να νοιώσει στην τσέπη του τις πενταροδεκάρες. Ήθελε να σιγουρευτεί πως ήταν ακόμα εκεί και δεν είχαν γλιστρήσει από τη μικρή τρύπα που η μητέρα του ίσως να είχε αφήσει άραφτη. Σαν παιδί λαχταρούσε και αυτός να πάρει τα δικά του παιχνίδια. Ήθελε να γεμίσει το χαμόσπιτο με αυτοκινητάκια. Δεν είχε το δικό του δωμάτιο. Όμως αυτό δεν τον πείραζε. Σαν να είχε γεννηθεί «έτοιμος» για τα δύσκολα. Κάποιες φορές οι σκέψεις του περνούσαν με μεγαλύτερη δριμύτητα όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι. Έβαζε τα χέρια του στο κεφάλι και τα έκανε μαλακό μαξιλάρι. Κοιτούσε το ταβάνι και ονειρευόταν. Σαν να ήταν ένας μεγάλος άσπρος καμβάς, έβγαζε τα πινέλα και ζωγράφισε.

Ταρακουνιόταν με την ίδια του τη φαντασία. Σύγκρινε αυτά που είχε με αυτά των συνομηλίκων του. Έβλεπε με νοσταλγία την ημέρα που η ανυπόφορη κατάσταση θα άλλαζε για πάντα. Όταν δεν είχε αυτό που ήθελε σπάνια έκλαιγε σαν παιδί. Σαν τον νεαρό σπαρτιάτη στρατιώτη είχε μάθει να ελέγχει τα συναισθήματά του. Όταν βούρκωνε μέσα του τότε έβαζε τη λογική σε άμεση εφαρμογή και επανερχόταν πίσω στην «ψυχρή πραγματικότητα». Σαν τα συναισθήματα να ήταν παιδιά του. Τα είχε διδάξει να στέκονται στάσιμα αλλά αυτά δεν τον άκουγαν και ξέσπαγαν μέσα του. Γνώριζε την κατάσταση στην οποία ζούσαν ως οικογένεια. Δεν είχε νόημα να παραπονιέται. Όμως, η καρδιά του γνώριζε τι σημαίνει να κοιτάζεις με λαχτάρα και να μην μπορείς να έχεις! Αυτή η τραυματική εμπειρία τού επέτρεπε να έχει μια ιδιαίτερη γενναιοδωρία στα παιδιά. Ακόμα και σήμερα οι πελάτες έρχονται στο κατάστημα και μας εξιστορούν τις στιγμές που ο ίδιος τους ενθάρρυνε να πάρουν «αυτό που ήθελαν». Επαναλάμβανε την παρακάτω πρόταση με περηφάνια. «Πάρε παιδί μου! Πάρε ό,τι θέλεις, όλο το μαγαζί είναι δικό σου! Ναι! Δοκίμασέ τα όλα, μην φοβάσαι, είναι όλα δικά σου!»

9. Ο αδυσώπητος χρόνος

Υπάρχει μία σημαντική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου που η ροή του χρόνου παύει να υφίσταται σαν φιλολογική έννοια. Είναι η κρίσιμη στιγμή που ο χρόνος σταματάει να αφορά μόνο τους «άλλους» ή τη ζωή «γενικότερα». Ο χρόνος μεταβάλλεται από αόριστη έννοια σε βαθιά προσωπική εμπειρία. Ο Καζαντζάκης αναφερόταν στο φωτεινό μεσοδιάστημα που ξεχωρίζει τα δύο μεγάλα άκρα, δηλαδή την «άβυσσο» από την οποία ερχόμαστε και την «άβυσσο» στην οποία πηγαίνουμε. Η σταδιακή εξασθένηση του φωτεινού μεσοδιαστήματος δημιουργεί αυτούσια συναισθήματα προβληματισμού για ολόκληρη την πορεία αυτής της διαδρομής. Η πιθανότητα της «ανυπαρξίας» έρχεται και ανταγωνίζεται την ιδεατή αντίληψη της «ύπαρξης». Το νόημα του «να μην υπάρχω» αφορίζει τα νοήματα της ζωής και μας κάνει να νοιώθουμε πως ό,τι χτίζαμε ήταν επάνω σε κινούμενη άμμο και ξεγελαστήκαμε. Ο χρόνος γελάει μαζί μας και ειρωνεύεται τη δύναμη της ψυχής μας και πως κάποια στιγμή κάποιος τόλμησε να φανταστεί πως μπορεί να διακόψει το διάβα του. Ο ερχομός του θανάτου είναι σαν κάποιος μακρινός επισκέπτης που είχε πολύ δρόμο να διανύσει. Όμως, φαίνεται πως κάνει αργά και σταθερά βήματα προς το μέρος μας. Στη νεότερη ηλικία, αυτός ο αδίστακτος μακρινός επισκέπτης φαινόταν πως είχε χάσει τον δρόμο του και δεν θα ερχόταν ποτέ. Κάποιες φορές οι εμπειρίες του θανάτου συνανθρώπων μας αποκαλύπτουν πόσο κοντά είναι και πως δεν μας έχει ξεχάσει. Σαν να βγαίνει πίσω από την κουρτίνα που ήταν κρυμμένος, μας δείχνει τα δόντια του, και μας υπενθυμίζει πως η ζωή κάνει τον «κύκλο» της. Η συνειδητοποίηση του περιορισμένου φάσματος της ύπαρξης τρομοκρατεί την ψυχή του ανθρώπου. Ανοίγει πληγές όταν αναπολεί αυτό που νόμιζε πως θα ήταν! Γελασμένος ο άνθρωπος νόμιζε πως η ζωή θα παρέμενε για πάντα όμορφη και καλοσυνάτη. Αυτή η επίγνωση της ανυπαρξίας δεν αντιτάσσεται στην πνευματική πίστη του ανθρώπου προς τον Θεό αλλά συνυπάρχει μαζί της. Σαν βαθιά συγκίνηση ερεθίζει τα μηνίγγια του μυαλού και φέρνει ρίγος. Η «ύπαρξη» και η «ανυπαρξία», στενοί φίλοι και εχθροί, συνυπάρχουν στην ίδια αρένα.

10. Η εξασθένιση της υγείας

Έβλεπα στο βλέμμα του πώς αγνάντευε στις παλιές βόλτες που έκανε μόνος του. Αυτήν την ημέρα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κουραζόταν τόσο εύκολα, και μάλιστα, τόσο ξαφνικά. Ίσως σε προηγούμενες δικές του οδοιπορίες να είχε ξανανιώσει κάτι ανάλογο αλλά δεν μου το είπε. Η απότομη κούραση, με βεβαιότητα το διαισθανόμουν πως τον βάραινε, όχι τόσο σωματικά αλλά περισσότερο πνευματικά. Ίσως, στο βαθύτερο μέρος της καρδιάς του, ο χρόνος να φαινόταν σαν ένα βαθύ πηγάδι. Σαν ανεβασμένος σε ένα στιβαρό σχοινί ήταν η ομηρία του χρόνου. Τον κατέβαζε σε μέρη άγνωστα που προκαλούν ρίγος και συγκίνηση. Για έναν σκεπτικιστή σαν τον πατέρα, ήμουν πεπεισμένος πως όλο αυτό το γεγονός δεν θα μπορούσε να περάσει αδιάφορο. Δεν έβαζε τις λέξεις μπροστά για να εκφράσει πραγματικά το πώς ένοιωθε. Ήμουν απόλυτα πεπεισμένος πως σαν άσβεστη φλόγα, στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του, θα τον απασχολούσε. Δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ. Προτίμησα τη χρυσή σιωπή ως την καλύτερη επιλογή. Συνεχίσαμε το περπάτημα με διάφορες στάσεις.

Ένας κρύος ιδρώτας βγήκε από μέσα μου. Ξαφνικά ένοιωθα πως ήθελα να κρεμαστώ από την κρεμάλα της στιγμής και να μην την αφήσω να μου ξεφύγει. Ζούσα στο «παρόν» αλλά η αβεβαιότητα του «μέλλοντος» γέμιζε τα μελίγγια μου με πολύχρωμους συνειρμούς για την εξέλιξη της ίδιας της ζωής. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να αντιληφθώ το συνολικό φορτίο των μελλοντικών εξελίξεων που θα έπρεπε να υποστεί αυτός που τόσο αγωνίστηκε για τους άλλους. Ακόμα και αν προσπαθούσα να το αγνοήσω, το δυνατό καρδιοχτύπι δεν έλεγε να μου περάσει. Όμως, μια φωνή μέσα μου μου έλεγε ξεκάθαρα πως αν κάποιος δεν προετοιμαστεί κατάλληλα για να αντιμετωπίσει την «άβυσσο», τότε, δεν θα μπορέσει να είναι ποτέ έτοιμος όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή! Όμως, ακόμα και αυτή η ιδέα μου φαινόταν υπερβολική και παράλογη. Ένοιωθα πως έπρεπε να ζήσω την κατάσταση στην οποία «τώρα» υπάρχω χωρίς ονειροφαντασίες. Το «πριν» και το «μετά» συγκρούονταν μέσα μου σαν να υπάρχει ένα κενό το οποίο έπρεπε να καλύψω βεβιασμένα και θέτοντας μία μεγάλη σανίδα μεταξύ τους. Παρ’ όλες τις περιπέτειες που είχε περάσει, οι τρικυμίες σαν να μην ήθελαν να καλμάρουν. Οι ασθένειες και τα εμπόδια που πρόσφατα είχε ζήσει, φαινόταν σαν ένα πελώριο κύμα που με δύναμη φούσκωνε και έφτανε σε τεράστιο ύψος. Έπαιρνε φόρα και έσκαγε πάνω του.

11. Ο αποχωρισμός

Πώς αντιμετωπίζει κατάματα ο άνθρωπος τη σκληρή εικόνα του θανάτου; Μέχρι πριν μερικούς μήνες ο θάνατος πλησίαζε κοντά μας όλο και περισσότερο, σαν τον μακρινό επισκέπτη. Τώρα καθόταν μόνιμα στο διπλανό σαλόνι και αφουγκραζόταν όλα αυτά που λέγαμε και κάναμε. Παρατηρούσε προσεκτικά την κάθε κίνηση και αγωνία μας. Ο θάνατος παρουσιαζόταν σαν ένα τεράστιο σκοτεινό κελί χωρίς παράθυρα και φωταγωγούς. Δεν υπάρχει καμία «μυστική» πόρτα από την οποία μπορεί να ξεφύγει κάποιος την τελευταία στιγμή. Το ξέραμε πως βρισκόταν ανάμεσά μας αλλά νοητά τον αγνοούσαμε. Σκεπτόμασταν πως όσο διεκδικούσαμε και παλεύαμε για τη ζωή του πατέρα μας, αυτός θα ήταν ασφαλής. Όμως, ο μακρινός επισκέπτης περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά του και να κάνει την τελευταία ακροβατική φιγούρα της παράστασης. Η έννοια του «θανάτου» παρέμενε ανυπόφορα ριζωμένη στον ανθρώπινο νου μας. Απορροφάται από την προσωπική δύναμη της προσωρινής «δημιουργίας» και τη δελεαστική εκμετάλλευση μιας φυσικής πραγματικότητας που έχει όψη και πολλά χρώματα. Η ανθρώπινη δυνατότητα της δημιουργίας φαίνεται ικανή να υπερβεί τα όρια και να συντάξει ένα αποτέλεσμα που μπορεί να σταθεί ηρωικά στην ορμή του χρόνου. Η αγάπη για τη δημιουργία καθιστά τον άνθρωπο εντελώς ανίκανο να συλλάβει την έννοια της μεταφυσικής διάστασης του απρόσμενου επισκέπτη. Για όλους μας, η πραγματικότητα του θανάτου θα στέκεται ως η αδυσώπητη και αβυσσαλέα αντίρροπη έννοια θαυμασμού και φόβου. Όσο κι αν όλοι προσπαθούσαμε να καταλάβουμε την αληθινή διάσταση του θανάτου η «γνώση» μας από την «εμπειρία» ήταν δύο αντίθετα άκρα που δεν μπορούσαν να σμίξουν μεταξύ τους. Δεν είχαμε πολύ χρόνο μπροστά μας. Το ξέραμε πως αναγκαστικά θα περνούσαμε σε μία καινούργια διάσταση. Εκεί η ανυπαρξία θα ήταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα.

12. Το πριν και το μετά

Ο πατέρας παρουσίαζε και παρουσιάζει τη μεγάλη αγωνία της δύναμης της ψυχής να χτίσει όλα αυτά που αυτός δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Ποτέ η συνέχεια της ολοκλήρωσης δεν εμφανίστηκε τόσο ξεκάθαρη μέσα μας, όσο στην ιδέα, πως οι αγώνες του δεν έχουν σιωπήσει με τον θάνατό του. Σαν συγκοινωνούντα δοχεία, η αυθόρμητη ενέργεια του τώρα διαρρέει στα δικά μας νοσταλγικά μονοπάτια, ψάχνει το τελικό μονοπάτι για την ολοκλήρωση. Όπως ξεπέρασε εκείνον, με την ίδια ταχύτητα η ζωή και πάλι μας ξεπερνά σαν δρομέας στίβου. Η ολοκλήρωση του εαυτού φαίνεται από μακριά στον ουρανό σαν μεγάλη αστραπή. Με χαμόγελο μας ρωτάει αν προλαβαίνουμε και έχουμε το θάρρος να την κυνηγήσουμε.

Ο πατέρας δεν επέβαλε τους δικούς του προβληματισμούς στα παιδιά του. Ακόμα κι αν ήθελε να τους ξεστομίσει με την ίδια ένταση όπως τους ένοιωθε, μπόρεσε και αντιστάθηκε. Σαν ο νους του να ήταν ένας μουσικός ενισχυτής. Πατώντας τα διαφορετικά κουμπιά συντόνιζε την ένταση. Πολλές φορές παρεξηγήσαμε τη σιωπή του. Θεωρήσαμε τη στάση του ως παθητική αδράνεια και ντροπαλότητα. Δεν είχε την ικανότητα να εξηγήσει με έλλογες ρητορείες και επιχειρήματα όσα ένοιωθε. Οι λέξεις δεν ήταν αρκετές να γεμίσουν το βάρος των πληθωρικών συνειρμών του. Ήμαστε πολύ μικροί για να εννοήσουμε τους στοχασμούς του. Γι’ αυτόν η σιωπή φαινόταν ελκυστική επιλογή. Του επέτρεπε να βλέπει βαθύτερες διαστάσεις δημιουργώντας τη δική του ερμηνεία. Η αγωνία της «συνέχισης» πάντα ξεχείλιζε από το νοσταλγικό του βλέμμα. Ήξερε πως η ψυχή του ανθρώπου είναι σαν την ξύλινη σπάτουλα. Θυμόταν που τη βαστούσε στη μεγάλη ανοξείδωτη σκάφη. Αλμύριζε τα βρεγμένα από αλάτι κιτρινωπά στραγάλια. Με τα δύο χέρια τα ανακάτευε μπρος και πίσω δημιουργώντας μικρά βουναλάκια. Αυτά που ήταν «κάτω» έπρεπε να έρθουν «επάνω» και να έχουν μία αρμονία μέσα τους. Ήξερε πως ο άνθρωπος απαιτεί πολύ καβούρντισμα και ανακάτεμα ώστε να μπορεί να στέκεται στις αντιξοότητες όρθιος. Όπως τα χέρια του είχαν καβουρντιστεί και δεν ένοιωθαν άλλο την κάψα της θερμοκρασίας, έτσι φανταζόταν και τα νοήματα που στριφογύριζαν στο μυαλό του.

Δανιηλ Αβακιαν

Εγώ και τα παιδιά που μου έδωσες

Ο ξενιτεμός

Η εφηβεία

Η σύζευξη

Οι ξηροί καρποί

Ο κύκλος

Οι συγκρούσεις

Η μητέρα

Ένα κατάστημα για όλους

Ο αδυσώπητος χρόνος

Η εξασθένιση της υγείας

Ο αποχωρισμός

Το πριν και το μετά

Δανιηλ Αβακιαν

Εγώ και τα παιδιά που μου έδωσες